συνεκφροντίζω

συνεκφροντίζω
Α
φροντίζω μαζί ή από κοινού («τῷ διακόνῳ πολλά μοι συγκαμόντι καὶ συνεκφροντίσαντι», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκφροντίζω «σκέπτομαι, επινοώ, εξευρίσκω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”